- ἐγιγνόμην
- γίγνομαιcome into a new state of beingimperf ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήμα — τὸ, Α 1. πάθημα, δυστύχημα, συμφορά («πῆμα θεὸς Δαναοῑσι κυλίνδει», Ομ. Ιλ.) 2. (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) βαρύς μόχθος («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», Ευρ.) 3. μτφ. (για πρόσ.) ὁλεθρος, καταστροφή, βάσανο, πληγή («πῆμα… … Dictionary of Greek